- σεμνά
- σεμνόνneut nom/voc/acc plσεμνόςreveredneut nom/voc/acc plσεμνά̱ , σεμνόςreveredfem nom/voc/acc dualσεμνά̱ , σεμνόςreveredfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεμνᾷ — σεμνός revered fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σέμν' — σεμνά , σεμνόν neut nom/voc/acc pl σεμνά , σεμνός revered neut nom/voc/acc pl σεμνά̱ , σεμνός revered fem nom/voc/acc dual σεμνά̱ , σεμνός revered fem nom/voc sg (doric aeolic) σεμνέ , σεμνός revered masc voc sg σεμναί , σεμνός revered fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνάν — σεμνά̱ν , σεμνός revered fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνάς — σεμνά̱ς , σεμνός revered fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
величаниѥ — ВЕЛИЧАНИ|Ѥ (101), ˫А с. 1.Высокомерие: Бѣжи величѩнь˫а о чл҃вче аште и великъ ѥси. (τὴν ὑπερηφανίαν) Изб 1076, 73; ъ скърбьхъ тьрпѣти. къ ||=всѣмъ съмѣреноу быти. величѩни˫а бѣгати говѣиноу быти. (τὴν ὑπερηφανίαν) Там же, 102 об. 103; ˫ако вѣрою… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
CILICICIUM — vestis gehus ex hircorum sive caprarum pilis contextum, quae tonsura quod primum in Cilicia instituta, facta inde appellatio est, ut Varro auctor est, l. 2. de R. R. in fine. Usus eorum potissimum in castris, item in navibus. Quo illud virgilii… … Hofmann J. Lexicon universale
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αισχυνομένως — αἰσχυνομένως (Α) σεμνά, ντροπαλά. [ΕΤΥΜΟΛ. Απο τη μτχ. μέσου ενεστ. τού ρ. αἰσχύνω] … Dictionary of Greek